wordpress-seo
domain was triggered too early. This is usually an indicator for some code in the plugin or theme running too early. Translations should be loaded at the init
action or later. Please see Debugging in WordPress for more information. (This message was added in version 6.7.0.) in /var/www/vhosts/lefkada.gr/httpdocs/wp-includes/functions.php on line 6114Home » Ιστορία
Του Δημήτρη Τσερέ, Φιλολόγου
Η Λευκάδα είναι το 4ο σε μέγεθος από τα νησιά του Ιονίου. Βρίσκεται απέναντι από τη Βορειοδυτική Ακαρνανία από την οποία τη χωρίζει μια αβαθής λιμνοθάλασσα και μια στενή διώρυγα. Η έκταση της είναι 302,5 τ. χ. και ο σημερινός πληθυσμός της είναι.23.000 κάτοικοι περίπου.
«Λευκάς πέτρα» ή «Λευκάς άκρα» ονομάστηκε αρχικά το νοτιότερο άκρο του νησιού, ο σημερινός Λευκάτας. Ύστερα Λευκάς ονομάστηκε η πόλη Νήρικος, που είχαν ιδρύσει οι Κορίνθιοι προς το τέλος του 7ου αιώνα, και τέλος όλο το νησί. Μετωνόμασαν Λευκάδα επώνυμον δοκώ μοι του Λευκάτα, γράφει ο Στράβων στα Γεωγραφικά του.
Από τη λ. Λευκάς σχηματίστηκε το επίθετο Λευκάτης και δωρικά Λευκάτας, που σήμαινε τον κύριο της Λευκάδος πέτρας και δόθηκε στον Απόλλωνα, τον κύριο του ακρωτηρίου. Ένας αρχαίος μύθος, με εξαιρετική διάδοση στην Ευρώπη των νεοτέρων χρόνων, αφηγείται ότι από το ακρωτήριο αυτό πήδησε η Σαπφώ στη θάλασσα εξ αιτίας του απελπισμένου έρωτά της για το Φάωνα.
Τα ανθρώπινα ίχνη στη Λευκάδα ξεκινούν από την παλαιολιθική εποχή. Ο διαπρεπής Γερμανός αρχαιολόγος W. Dorpfeld συνεργάτης του Ερρίκου Σλήμαν στην ανασκαφή της Τροίας πραγματοποίησε εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στο Νυδρί, έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα από την εποχή του Χαλκού (2.000 π.Χ. περίπου) και διατύπωσε τη θεωρία ότι η Λευκάδα ταυτίζεται με την ομηρική Ιθάκη.
Η πρώτη πόλη του νησιού ήταν η προϊστορική Νήρικος, τα ερείπια της οποίας βρέθηκαν στο Καλλιγόνι στη κορυφή του λόφου «Κούλμος». Περιστοιχιζόταν από μεγάλο τείχος, του οποίου ένα μικρό τμήμα σώζεται και σήμερα.
Η ιστορία της Λευκάδας, από τον 7ο αιώνα π.Χ. όταν γίνεται αποικία των Κορινθίων ως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, είναι συνδεδεμένη πολιτικά με την πόλη της Κορίνθου, την οποία ακολούθησε σ’ όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής: τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τη μάχη των Πλαταιών, τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως σύμμαχος των Σπαρτιατών, την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα χρονολογείται η ίδρυση της πόλης «Λευκάς», της πρωτεύουσας του νησιού, που έφτανε από τον «Κούλμο» ως τη θάλασσα, η οποία διατηρήθηκε ως τον 5ο ή 6ο αιώνα μ.Χ. Στην Ελληνιστική εποχή η Λευκάδα προσχωρεί στο «Κοινό των Ακαρνάνων» και γίνεται η πρωτεύουσα του (272-167 π.χ.). Παρά το ότι το 197 π.χ. οι Ρωμαίοι είχαν καταλάβει τη Λευκάδα, της αναγνώρισαν μια σχετική αυτονομία και, το κυριότερο, δεν υπέκυψαν στις φορτικές πιέσεις των συμμάχων τους Αιτωλών να την παραχωρήσουν σ΄ αυτούς. Η Λευκάδα ήταν ένα στρατηγικό σημείο του Ιονίου και οι Ρωμαίοι δεν είχαν καμιά διάθεση να την χαρίσουν στους άπληστους συμμάχους τους. Έτσι η Λευκάδα συνέχισε να ηγείται του «Κοινού των Ακαρνάνων».
Μετά την ήττα του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα το 168 π. χ, οι Ρωμαίοι- συνεπείς με το στρατηγικό πολιτικό τους σχέδιο να αποσαθρώσουν και να αποδυναμώσουν πολιτικά τον ελληνικό χώρο- απέσπασαν τη Λευκάδα από την ακαρνανική ομοσπονδία, κάνοντας την έτσι μια μικρή πολιτεία που διατηρεί την υποτυπώδη πολιτική της αυτοτέλεια υπό φιλορωμαϊκή διοίκηση ως το 146 π.χ., οπότε με την ήττα των δυνάμεων της Αχαϊκής συμπολιτείας στον Ισθμό της Κορίνθου η Ρώμη καθίσταται απόλυτος κύριος του ελληνικού χώρου και ρυθμίζει τα πολιτικά του πράγματα κατά την ανεξέλεγκτη βούληση της. Οι μαρτυρίες για την εποχή είναι λιγοστές αλλά φαίνεται ότι η Λευκάδα μπαίνει σε δρόμο παρακμής, γεγονός που επιδεινώθηκε με την απόφαση του Οκταβιανού να εποικίσει την νεοϊδρυθείσα πόλη της Νικόπολης με κατοίκους των όμορων περιοχών.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ανοικοδομείται το αρχαίο τείχος της πόλης και πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μια λίθινη γέφυρα μήκους 700 μέτρων που συνέδεε την πόλη της Λευκάδας με την Ακαρνανία στη θέση «Ρούγα», τα ερείπια της οποίας βρέθηκαν κατά την ανασκαφή της νέας διώρυγας περί το έτος 1900.
Στα βυζαντινά χρόνια η Λευκάδα αποτελεί μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά τον χωρισμό του κράτους (395 μ.Χ.) υπήχθη στο Ανατολικό Κράτος και συνέχιζε να είναι διοικητικά άμεσα δεμένη με την Ήπειρο. Από τα χρόνια του Ηρακλείου, οπότε εισήχθη ο θεσμός των θεμάτων, η Λευκάδα πιθανότατα προσαρτήθηκε στο θέμα Κεφαλληνίας.
Κατά την υστεροβυζαντινή εποχή (1204-1294 μ.Χ.) η Λευκάδα αποτέλεσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η μεσαιωνική πρωτεύουσα της, μια φτωχή πολίχνη, οικοδομήθηκε και αυτή στο λόφο του «Κούλμου», πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης, η οποία κατά τον 6ο μ. χ. αιώνα, έχοντας συμπληρώσει μια χιλιετία ζωής, καταστράφηκε πιθανότατα από σεισμό. Η νέα πρωτεύουσα υπήρχε μέχρι τον 12ο αιώνα. Η έρευνα των πηγών δείχνει ότι αυτή την εποχή ερημώνεται. Δεν είναι τυχαίο ότι στο μακροσκελές διάταγμα του 1355, με το οποίο ο Βαλτέρος Βρυέννιος παραχώρησε στον Γρατιανό Τζώρτζη τη χωροδεσποτεία της Αγίας Μαύρας, δεν γίνεται καμία μνεία για άλλο κάστρο πλην του κάστρου της Αγίας Μαύρας, δηλαδή του σημερινού.
Από τον 11ο αιώνα τα Επτάνησα άρχισαν να πέφτουν στην κυριαρχία των δυτικών επιδρομέων που κινούνταν επεκτατικά προς την Ανατολή. Η Λευκάδα, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα (1204-1294) αποτέλεσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, παραχωρήθηκε (το 1294) ως προίκα στον Ιωάννη Ορσίνι, γιο του κόμητα της Κεφαλληνίας, ο οποίος έκτισε τον πρώτο πυρήνα του κάστρου της Αγίας Μαύρας, που στέκει μέχρι σήμερα μπροστά στην είσοδο του νησιού. Το 1331 ο έκπτωτος Δούκας των Αθηνών Βάλτερος Βρυέννιος καταλαμβάνει τη Λευκάδα και την υποτάσσει στους Ανδεγαυούς της Νεάπολης. Το 1355 ο Βρυέννιος παραχωρεί τη χωροδεσποτεία της Λευκάδας στον έμπιστό του και οικονομικό του «χορηγό» Γρατιανό Τζώρτζη από τη Βενετία, επί των ημερών του οποίου το 1357 ξεσπάει η εξέγερση των χωρικών του νησιού, η «επανάσταση της βουκέντρας», από την οποία τον 19ο αιώνα εμπνεύστηκε ο Λευκάδιος ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης να γράψει το έργο του Φωτεινός. Το διάστημα 1362-1479 η Λευκάδα αποτελεί μέρος της επικράτειας των Τόκκων. Κατά τον αιώνα αυτό, δηλαδή τον 14ο, η πρωτεύουσα, με την ονομασία Αγία Μαύρα πλέον, μεταφέρεται μέσα στο Κάστρο και στις δύο συνοικίες ανατολικά (η «Άλλη Μεριά») και δυτικά (η «Χώρα») του Κάστρου.
Το 1479 την κατακτούν οι Οθωμανοί, για να γνωρίσει προσωρινά για δύο χρόνια (1502-1503) την ενετική κυριαρχία και να περάσει ξανά στα χέρια των Οθωμανών για μια παρατεταμένη περίοδο που τελειώνει στα 1684- συνολικά 203 χρόνια. Την εποχή αυτή χτίστηκε το υδραγωγείο με τις 360 καμάρες, που έφερνε το νερό στο Κάστρο (στην πρωτεύουσα Αγία Μαύρα και στις δύο συνοικίες της) περνώντας μέσα από τη λιμνοθάλασσα και του οποίου τα υπολείμματα διακρίνονται στο αριστερό μας χέρι, όταν περπατάμε στο δρόμο με κατεύθυνση προς την κινητή γέφυρα, που συνδέει την Λευκάδα με την Ακαρνανία. Ο αγωγός ξεκινούσε από τη Μεγάλη Βρύση (μέχρι το 1930 η ύδρευση της πόλης από τη Μεγάλη Βρύση ακολουθούσε περίπου τον ίδιο δρόμο), περνούσε μέσα από τον κεντρικό δρόμο του οικισμού της Αμαξικής (που συμπίπτει με τον κεντρικό δρόμο της σημερινής πόλης, το «παζάρι») και τροφοδοτούσε πέντε βρύσες, εκ των οποίων επέζησε μέχρι σήμερα η γνωστή «Κάτω Βρύση» στο δυτικό πεζοδρόμιο της κεντρικής οδού της σημερινής πόλης, βόρεια της κεντρικής πλατείας, σε απόσταση 50 μέτρων περίπου από την κατάληξη του δρόμου στην παραλία.
Το 1684 την κατέλαβαν οι Ενετοί και επισημοποίησαν την κατοχή τους με την συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699. Η πρωτεύουσα Αγία Μαύρα, μεταφέρθηκε από τους Ενετούς στη σημερινή της θέση που τότε ονομαζόταν «Αμαξική». Από τη χρονιά αυτή οι πολιτικές τύχες της Λευκάδας είναι ίδιες με τις τύχες των άλλων ιονίων νήσων. Κάτω από τη σημαία της Βενετίας τα νησιά του Ιονίου απόκτησαν για πρώτη φορά πολιτική ενότητα, αν και η Βενετική κυριαρχία δεν υπήρξε η ίδια σε όλα τα νησιά. Η ευέλικτη ενετική πολιτική χάραξε στα Επτάνησα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια προσαρμοσμένα στα τοπικά θέσμια που βρήκε σε κάθε νησί: αναγνώρισε παλιότερα προνόμια, υιοθέτησε θεσμούς και επέτρεψε την τοπική αυτονομία και τη δημιουργία τοπικής αριστοκρατίας. Έτσι τα Επτάνησα, πέραν των ομοιοτήτων που συνεπαγόταν η κοινή πολιτική πορεία, παρουσιάζουν και διαφορές. Π. χ. η Κέρκυρα και η Κεφαλλονιά αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικά πολιτειακά-διοικητικά συστήματα. Στην Κέρκυρα το πολίτευμα έχει έντονη την παρουσία του τοπικού αριστοκρατικού στοιχείου ενώ στην Κεφαλλονιά παρουσιάζεται μεγαλύτερη διείσδυση του λαϊκού στοιχείου. Η Λευκάδα διοικείται σύμφωνα με τον δικό της Καταστατικό Χάρτη, «τα προνόμια της Κοινότητας της Αγίας Μαύρας» που της παραχώρησε ο Μοροζίνι το 1684.
Η κυρίαρχη τάξη είναι οι nobili, δηλαδή, οι «ευγενείς» ή «άρχοντες», οι κάτοχοι μεγάλης κτηματικής περιουσίας που αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία. Μόνο τα μέλη της έχουν πολιτικά δικαιώματα (cittadini). Αρχικά μόνο 70 οικογένειες ανήκουν στους cittadini αλλά σταδιακά το δικαίωμα αυτό το αποκτούν περισσότεροι. Η δεύτερη τάξη είναι οι αστοί: οι έμποροι, οι οποίοι έχουν και σπίτι στην πόλη και υπολογίσιμη περιουσία στον κάμπο της πόλης, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι φαρμακοποιοί-όλοι αυτοί αποκαλούνται signori και επισήμως notabili. Δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα αλλά διαθέτουν κοινωνικό κύρος. Ακολουθούν τα κατώτερα στρώματα της δεύτερης τάξης: οι μικροκτηματίες της περιοχής του κάμπου της πόλης, οι οποίοι διέμεναν στην πόλη, και οι χειρώνακτες επαγγελματίες (ξυλουργοί, χτίστες, βυρσοδέψες, μακελλάρηδες, ράφτες, σανδαλοποιοί, σαπωνοποιοί κ.λ.π.). Και στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της αστικής κοινωνικής κλίμακας οι μικροαλιείς, οι μεταφορείς και οι χωρίς μόνιμη εργασία: οι κατ’ εξοχήν «μπουρανέλλοι». Κάποιοι μεγαλοκτηματίες βρίσκονται στην ύπαιθρο, μερικοί από τους οποίους διαμένουν και στην πόλη. Είναι οι «αφέντες» της περιοχής, έχουν προστάτες στο αρχοντολόι της πόλης και κολίγους στα κτήματά τους. Το πολυπληθέστερο πληθυσμιακό στρώμα το αποτελούν οι ελεύθεροι μικροκτηματίες γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι της υπαίθρου. Ζουν εξαιρετικά επίπονα και στερημένα υπό την σκληρή εκμετάλλευση των αρχόντων και των Ενετών. Ένα πολύ μικρότερο μέρος είναι οι κολίγοι, που καλλιεργούν τα κτήματα των κτηματιών. Συνολικά η ύπαιθρος συγκεντρώνει το 80% του πληθυσμού.
Ορισμένοι επαινούν την αποτελεσματικότητα και την διπλωματικότητα του ενετικού συστήματος διακυβέρνησης: εκσυγχρόνισε τη δημόσια ζωή, ιδρύοντας δικαστήρια και βάζοντας τις βάσεις για την οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών. Δεν παύει όμως να είναι ένα σύστημα ολιγαρχικό, που επέβαλε την οικονομική και πολιτική κυριαρχία μιας μειοψηφίας σε βάρος των πολλών και εξέθρεψε έτσι τις κοινωνικές αντιδικίες και συγκρούσεις της εποχής.
Το 1797 ο Ναπολέων Βοναπάρτης καταλύει την Ενετική Πολιτεία. Τα Επτάνησα ακολουθώντας την τύχη της Μητρόπολης περιέρχονται κατά πλήρη κυριότητα στη Γαλλία με την συνθήκη του Campo-Formio. Ο αρχικός ενθουσιασμός όμως και οι ελπίδες από την πατρίδα των φλογερών κηρυγμάτων περί ελευθερίας υποχωρεί σύντομα και μετατρέπεται σε δυσαρέσκεια εξ αιτίας των αυστηρών οικονομικών μέτρων των νέων κυριάρχων-δυσαρέσκεια που υποδαυλίζουν και οι εχθρικά διακείμενοι προς τη Γαλλία και ό,τι αυτή συμβόλιζε.
Η παρουσία των Γάλλων Δημοκρατικών αποδεικνύεται εφήμερη. Από τον Οκτώβριο του 1798 ο ενωμένος κατά της Γαλλίας Ρωσοτουρκικός στόλος αρχίζει να καταλαμβάνει τα Επτάνησα. Τον Απρίλιο του 1899 οι ναύαρχοι του αποφασίζουν ην ίδρυση αυτόνομης Πολιτείας των Επτανήσων με έδρα την Κέρκυρα.
Με την συνθήκη της Κων/πόλεως της 21ης Μαρτίου 1800 μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναγνωρίζεται επίσημα ότι τα Επτάνησα αποτελούν ενιαίο αυτόνομο κράτος υπό την προστασία και επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Η επίσημη ονομασία του είναι «Πολιτεία των Επτά Ηνωμένων Νησιών» (Repubblica delle Sette Isole Ionie) και θα το κυβερνούσαν οι «πρόκριτοι» και οι «επιφανείς» του τόπου (=Principali e notabili): είναι το πρώτο ελληνικό κράτος μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 π.χ.- έστω όχι ανεξάρτητο αλλά, τύποις και ουσία, ημιαυτόνομο και φόρου υποτελές στο Σουλτάνο.
Νέα αλλαγή της διεθνούς θέσης και του εσωτερικού καθεστώτος των Επτανήσων το 1807: με την συνθήκη του Τίλσιτ τα Επτάνησα παραχωρούνται στην αυτοκρατορική πλέον Γαλλία του Ναπολέοντα και γίνονται γαλλική επαρχία αλλά για ελάχιστο χρονικό διάστημα: από το 1809 μέχρι το 1914 ο αγγλικός στόλος τα κυριεύει ένα-ένα με τελευταία την Κέρκυρα. Η Λευκάδα κυριεύθηκε τον Απρίλιο του 1810.
Το Νοέμβριο του 1815 με τη συνθήκη των Παρισίων μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας τα Ιόνια νησιά θα αποτελέσουν ένα τύποις ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος υπό την επωνυμία «Ενωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων» υπό την άμεση και αποκλειστική Προστασία της Μεγάλης Βρετανίας-στην πραγματικότητα βρετανικό προτεκτοράτο. Το Σύνταγμα του νέου κράτους επιβλήθηκε από τον αυταρχικό πρώτο Λόρδο Αρμοστή Μαίτλαντ στην επί τούτω συγκληθείσα Συντακτική Συνέλευση, ένα Σύνταγμα ανελεύθερο που συνοδεύτηκε από μια αυταρχική διακυβέρνηση που προκάλεσε αντιδράσεις και εξεγέρσεις. Μια τέτοια εξέγερση ήταν η στάση των χωρικών της Λευκάδας το 1819, που κατεστάλη με ιδιαίτερη σκληρότητα.
Η Προστασία κράτησε μέχρι το 1864. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την εποχή αυτή οργανώνεται σοβαρό σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης με τρεις βαθμίδες, το πρώτο στον ελλαδικό χώρο. (Στη Λευκάδα ιδρύεται το 1829 το «Δευτερεύον Σχολείο Λευκάδος», δηλαδή το ονομαστό της Γυμνάσιο με πρώτο διευθυντή τον Αθανάσιο Ψαλίδα). Η Προστασία, συνήθως αυταρχική και καταπιεστική γενικώς, αναγκάζεται μερικές φορές να εμφανίσει δημοκρατικό προσωπείο όπως π. χ. με τις μεταρρυθμίσεις του Αρμοστή Seaton στο τέλος της δεκαετίας 1840-50. Τελικά ενδίδει και αποδέχεται την θέληση του Επτανησιακού λαού για Ένωση αφού επιτυγχάνει, ως αντάλλαγμα, να προσαρμόσει κάποιες πλευρές της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος και του εσωτερικού καθεστώτος της στις δικές της βλέψεις.
Με την συνθήκη της 13ης Ιουλίου 1863 (μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Δανίας) ορίζεται βασιλιάς της Ελλάδος ο Γ. Γλύξμπουργκ και ότι τα Επτάνησα θα παραχωρηθούν στην Ελλάδα. Στις 1η Αυγούστου υπογράφεται το πρωτόκολλο της παραχώρησης με την προϋπόθεση ότι θα συναινέσει η Ι Γ΄ Ιόνια Βουλή, η οποία εκλέγεται ειδικά για το σκοπό αυτό.
Στην πανηγυρική συνεδρίαση της ΙΓ΄ Βουλής (5η Οκτωβρίου 1863) διαβάζεται το ενθουσιώδες ψήφισμα για την Ένωση που είχε συντάξει ο βουλευτής Λευκάδας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Με τις συνθήκες της 14/11/1863 και 17/5/1864 επισημοποιείται η παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα. Την 21η Μαΐου 1864 ο Αρμοστής Ερρίκος Στορξ παρέδωσε στον έκτατο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρ. Ζαΐμη τα Επτάνησα. Στο νησί μας πρωί-πρωί αυτή τη μέρα πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί γύρω στο φρούριο της Αγίας Μαύρας. Στις 6 το πρωί η αγγλική φρουρά μπήκε στη φρεγάτα «Μάγισσα» και στις 8 έφτασαν ο Μητροπολίτης Γρηγόριος και ο Έπαρχος Μάρκος Τσαρλαμπάς. Μετά τις σχετικές προσφωνήσεις, η αγγλική σημαία υπεστάλη, τα κλειδιά του φρουρίου παραδόθηκαν σε ελληνικό απόσπασμα, ο Άγγλοι έφυγαν και ο ΄Επαρχος ύψωσε την Ελληνική σημαία. 21 κανιοβολισμοί της «Μάγισσας» απέδωσαν χαιρετισμό στην κυανόλευκη. Ο ήλιος πάνω από τη Λάμια χαιρέτιζε τη πρώτη μέρα της ελευθερίας των της Λευκάδας και όλων των Επτανήσων.
Κατά την περίοδο της Προστασίας εξακολουθεί η κοινωνική διαίρεση σε τάξεις σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους, με νέο ενδιαφέρον στοιχείο την ενδυνάμωση της αστικής τάξης. Ο Πάνος Ροντογιάννης καταρτίζει ένα πολύ γενικό κοινωνιολογικό διχοτομικό σχήμα: από τη μια, το «αρχοντολόι», δηλαδή οι μεγαλοκτηματίες και οι σύμμαχοί τους των ανωτέρων αστικών στρωμάτων, και, από την άλλη, το «πόπολο», που περιλαμβάνει όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα και του οποίου την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία έχουν οι φωτισμένοι αστοί και, κυρίως, οι διανοούμενοι. Σε γενικές γραμμές συνεχίζεται η κοινωνική διαστρωμάτωση της Ενετοκρατίας. Το καινούργιο είναι ότι προς το τέλος της περιόδου της Προστασίας αρχίζει να κάμπτεται η ισχύς των κτηματιών-αρχόντων μπροστά στην εμφάνιση των νέων δυναμικών αστικών στρωμάτων, που ασχολούνται με τις εμπορικές δραστηριότητες. Το πιο ισχυρό τμήμα του είναι οι λεγόμενοι «εμποροκτηματίες», που αρχίζουν από το 1850 περίπου να γνωρίζουν τη μεγάλη τους ακμή. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η διεύρυνση του στρώματος των ποικίλων επαγγελματιών της αγοράς, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα επαγγελματικών δραστηριοτήτων και αποτελούν μάλλον την πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης, το λαϊκό στοιχείο της, το «popolo». Και τέλος αυξάνονται αριθμητικά διαρκώς οι «υπάλληλοι», ένα κοινωνικό μόρφωμα με εντελώς ασαφή όρια. Συνεχίζουν να υπάρχουν κτηματίες στην ύπαιθρο και συνεχίζουν οι γεωργοί να αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου, γύρω στο 80%.
Με το Β. Δ. της 11/12/1864 η Λευκάδα μαζί με την Ιθάκη αποτέλεσαν το Νομό Λευκάδος με δύο επαρχίες, της Λευκάδος και της Ιθάκης. Με το Νόμο ΡΜΓ΄ του 1866 ο Νομός Λευκάδος καταργήθηκε και το νησί έγινε επαρχία του Νομού Κέρκυρας ως το 1899. Με το Νόμο ΒΧΔ΄ της 6/6/1899 η Λευκάδα ξανάγινε νομός μαζί με τα νησιά Μεγανήσι, Ιθάκη, Κάλαμο, Καστό. Το 1909 ο νομός αυτός καταργήθηκε πάλι και η Λευκάδα με το Μεγανήσι αποτέλεσαν την Επαρχία Λευκάδος του Νομού Κερκύρας. Το 1945 η Λευκάδα και το Μεγανήσι αποτέλεσαν την Επαρχία Λευκάδος του Νομού Πρεβέζης. Το 1946 επανασυστήνεται ο Νομός Λευκάδος, που περιλαμβάνει τη Λευκάδα, την Ιθάκη και τα άλλα μικρότερα νησιά Μεγανήσι, Κάλαμο, Καστό. Ο νομός παραμένει μέχρι σήμερα με τη διαφορά ότι η Ιθάκη με το Νόμο 1976/12-1-1953 αποσπάστηκε στο Νομό Κεφαλληνίας.
Παρενθετικά: κατά την Κατοχή η Λευκάδα και όλα τα νησιά του Ιονίου πέρασαν στη δικαιοδοσία των Ιταλών από 1/5/1941 μέχρι 11/9/1943. Την ημερομηνία αυτή, και αφού η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει, το νησί πέρασε στην κατοχή της Γερμανίας. Η γερμανική κατοχή έληξε την 12/9/1944. Η αντίσταση των Λευκαδίων κατά των κατακτητών ήταν γενναία και καλά οργανωμένη με έντονη τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Ακολούθησε η εμφύλια σύγκρουση κατά την περίοδο των «Δεκεμβριανών», η ταραγμένη πολιτική περίοδος που ακολούθησε αμέσως μετά, και τέλος ο εμφύλιος πόλεμος, ιδιαίτερα σκληρός στο νησί μας. Για να κλείσουν οι πληγές του και να ανασάνουν οι άνθρωποι, χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και να καταβληθούν μεγάλες προσπάθειες.
Ο ιστορικός της Λευκάδας Πάνος Ροντογιάννης μας δίνει, όπως και για την προηγούμενη περίοδο, ένα γενικό διχοτομικό κοινωνιολογικό σχήμα: από τη μια οι «δυνατοί», και από την άλλη ο «λαός», που περιλαμβάνει όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα και του οποίου την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία έχουν οι φωτισμένοι αστοί, παρά τις πολιτικές αλλαγές μετά την Ένωση, όπως η παραχώρηση δικαιώματος ψήφου σε όλους τους άρρενες. Ας επιχειρήσουμε να εξειδικεύσουμε το γενικό αυτό σχήμα:
Οι κτηματίες-άρχοντες συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά η ισχύς τους σταδιακά υποχωρεί και αναγκάζονται να έρχονται σε επιγαμίες με τους ισχυρούς του χρήματος, δηλαδή, τους αστούς-εμποροκτηματίες.
Οι αστοί-οι κάτοικοι της πόλης- παρουσιάζονται ενδυναμωμένοι και, προϊόντος του χρόνου, αυξάνονται αριθμητικά. Αυτό το κοινωνικό στρώμα είναι εξαιρετικά ανομοιογενές: περιλαμβάνει τους μεγαλέμπορους, τους εμπόρους, πολλούς μικρέμπορους, τους επιστήμονες επαγγελματίες (γιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς, συμβολαιογράφους), τους υπαλλήλους (στους οποίους ανήκουν και οι εκπαιδευτικοί), το πολυπληθές στρώμα των «κατώτερων» ελεύθερων επαγγελματιών (αχθοφόρους, ιχθυοπώλες, καφεπώλες, κουρείς, κρεοπώλες, σιδηρουργούς, ξυλουργούς, παντοπώλες, ράφτες, αρτοποιούς κλπ)- και στη βάση της πυραμίδας πάντα η το εξαθλιωμένο πόπολο της πόλης, οι μπουρανέλοι. Οι μεγαλέμποροι ή «εμποροκτηματίες» η ανερχόμενη κοινωνική ελίτ, ασχολείται με πολυσχιδείς οικονομικές δραστηριότητες (ναυτιλιακές, χρηματιστηριακές κλπ), αποκτούν μεγάλη οικονομική δύναμη, επενδύουν σε πάσης φύσεως ακίνητα (εξ’ ου ο όρος «εμποροκτηματίες»), έρχονται σε επιγαμίες με τους αποδυναμωμένους «άρχοντες», ανεβαίνουν κοινωνικά και πολιτικά και γίνονται η ισχυρότερη κοινωνική ομάδα. Κατά τον Δήμο Μαλακάση, η παρακμή τους έρχεται μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η επόμενη κοινωνική ελίτ είναι η «καθαρά αστική τάξη της Λευκάδας: οι έμποροι, οι μεσίτες, οι μεταπράτες, οι βιοτέχνες και οι βιομήχανοι», που έδωσαν αναπτυξιακή ώθηση στο νησί. Η λαίλαπα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου σήμανε αφενός την παρακμή και αυτής της ελίτ και αφετέρου την κάθοδο των χωρικών στη πόλη, οι οποίοι αγοράζουν με τα εμβάσματα των ξενιτεμένων συγγενών τους τις περιουσίες των προηγουμένων, γίνονται η νέα εμπορική αστική τάξη της πόλης και αλλάζουν εντυπωσιακά την κοινωνική σύνθεση της.
Οι γεωργοί εξακολουθούν να αποτελούν τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, η οποία συνεχίζει ως και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να υφίσταται σκληρή εκμετάλλευση από τις κατά καιρούς άρχουσες ελίτ. Από το 1870 το κρασί ήταν το σπουδαιότερο προϊόν της αγροτικής παραγωγής. Η τιμή του ήταν πολύ υψηλή, γιατί η ζήτησή του διεθνώς ήταν μεγάλη λόγω της πλήρους καταστροφής των αμπελιών της Γαλλίας από φυλλοξήρα κατά την ίδια εποχή. Έτσι η αμπελοκαλλιέργεια εξαπλώθηκε σε όλο το νησί. Από το 1892 όμως ξέσπασε οξεία οινική κρίση, εξ αιτίας της μείωσης της ζήτησης του και της καταστροφής των λευκαδίτικων αμπελώνων το 1900 από περονόσπορο. Το λάδι έγινε πλέον το πολυτιμότερο αγροτικό προϊόν. Αποτέλεσμα της κρίσης ήταν η μεγάλη μετανάστευση από τη Λευκάδα προς τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Οι αγώνες των οινοπαραγωγών και η συνεταιριστική αρωγή (ιδρύεται το ΤΑΟΛ[=Ταμείο Αμύνης Οινοπαραγωγών Λευκάδος] και αρκετοί πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί) έδωσαν κάποιες ανάσες στην αμπελοκαλλιέργεια. Το 1935 όμως σημειώνεται μια νέα έντονη έξαρση της πολύχρονης οινικής κρίσης. Μέσα σ΄ αυτό το φορτισμένο κλίμα έγινε το πιο γνωστό συλλαλητήριο της νεότερης τοπικής ιστορίας: το συλλαλητήριο των αμπελουργών την 1.9 και 1.10.1935, που κατέληξε σε επέμβαση της Αστυνομίας και του Στρατού με αποτέλεσμα τον θάνατο τριών διαδηλωτών.
Μεταπολεμικά η αγροτική τάξη φθίνει αριθμητικά και από το 80%, κατά γενικό μέσο όρο, του συνολικού πληθυσμού στον 19ο και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το ποσοστό της έχει μειωθεί πλέον κάτω από το 60%. Παράλληλα όμως ανεβαίνει οικονομικά με ταχείς ρυθμούς σε μια εποχή που ο τουρισμός αποτελεί πλέον τη «βαριά βιομηχανία» του νησιού και οι καθαρά γεωργικές δραστηριότητες συρρικνώνονται δραματικά. Με τη πρώτη ματιά π.χ. φαίνεται ότι η οικονομική κατάσταση των παραθαλάσσιων (κυρίως αλλά όχι μόνο) τμημάτων της υπαίθρου από τα τελευταία χρόνια του προηγούμενου αιώνα έχει βελτιωθεί κατακόρυφα.
copyright © 2022 – Περιφερειακή Ενότητα Λευκάδας – Περιφέρεια Ιονίων Νήσων
created by: interface-team