Το λευκαδίτικο δομικό σύστημα μοναδικό στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι χαρακτηριστικό δείγμα αντιπροσωπευτικής αντισεισμικής κατασκευής και γι’ αυτό έχει προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον στην κοινότητα των ευρωπαίων μηχανικών.
Οι σεισμοί αλλά και το σαθρό έδαφος πάνω στο οποίο χτίστηκε η παλιά πόλη της Λευκάδας δημιούργησαν την ανάγκη να επινοηθεί ένας νέος τρόπος οικοδόμησης, ανθεκτικός στις βίαιες δονήσεις, που βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην εκτεταμένη χρήση του ξύλου ιδανικού υλικού για αντισεισμικές κατασκευές.
Ολόκληροι κορμοί αγριόδεντρων αλείφονταν με κατράμι και πίσσα και τοποθετούνταν στα θεμέλια σε όλο το μήκος και πλάτος της οικοδομής. Το ξύλινο υλικό της μελλοντικής κατασκευής το τοποθετούσαν για ορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στη λάσπη της λιμνοθάλασσας που βρίσκεται κοντά στη Χώρα. Οι κορμοί σκεπάζονταν με μίγμα τριών διαφορετικών υλικών από ψιλή άμμο, πελεκητές πέτρες και σκόνη πορσελάνης. Η θεμελίωση αυτή παρουσίαζε σημαντικό βαθμό σταθερότητας γιατί, σε περίπτωση σεισμού, μπορούσε να κινηθεί σαν ενιαίο σύνολο. Η πιθανότητα να διαρραγεί ή να καθιζήσει τμηματικά γινόταν, μ’ αυτόν τον τρόπο, ελάχιστη.
Μετά τη θεμελίωση κατασκευάζονταν οι λίθινοι τοίχοι του ισογείου που τελείωναν στα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων. Στην εξωτερική πλευρά τους κυρίως στα σημεία μεταξύ των ανοιγμάτων τοποθετούνταν σίδερα που αγκιστρώνονταν στο ξύλινο πάτωμα του πρώτου ορόφου για να συγκρατηθεί η ξύλινη κατασκευή πάνω στη λιθοδομή του ισογείου κι έτσι «να δέσει» ολόκληρο το οικοδόμημα.
Αν η κυρίως κατασκευή του ισογείου ήταν λίθινη, η αντίστοιχη του πρώτου ορόφου βασιζόταν πιο πολύ στη χρήση του ξύλου. Οι μαστόροι ένωναν τα μαδερόξυλα στις τέσσερις γωνιές της λιθοδομής για να αρχίσει η ξύλινη κατασκευή, συνδέοντάς τα μεταξύ τους στις γωνίες με ειδικούς αρμούς καρφωμένους με ξύλινα χειροποίητα καρφιά από σκληρό ξύλο υλικό πιο ευλύγιστο στους κραδασμούς του σεισμού. Τα ξύλινα οριζόντια δοκάρια στρώνονταν παράλληλα και τοποθετούνταν σε ειδικές υποδοχές του λίθινου τοίχου ή πάνω στα μαδέρια που ήταν στρωμένα κατά μήκος του τοίχου, φέροντας το πάτωμα του ορόφου. Όταν το απαιτούσε η κατασκευή, τα μαδέρια διαπερνούσαν τον τοίχο εγκάρσια και κάποτε προεξείχαν, σχηματίζοντας έναν ξύλινο πρόβολο για να στηριχτεί ο εξώστης.
Με το τελείωμα της πατωσιάς στήνονταν τα ξύλα για την κατασκευή του τοίχου του πρώτου ορόφου, με μια τεχνοτροπία που λέγεται τσατουμάς. Η κατασκευή άρχιζε με την τοποθέτηση τεσσάρων κορμών στις γωνίες, που στην κορυφή και στη βάση τους στερεώνονταν με χοντρά καρφιά, τα μπρατσόλια, που σχημάτιζαν δύο ορθές γωνίες. Η κατασκευή αυτή έκανε το σπίτι ευλύγιστο για να αντέξει στους σεισμούς και σχημάτιζε την «υποδομή» για την ολοκλήρωση της κατασκευής με την τοποθέτηση των άλλων, μικρότερων, βοηθητικών ξύλων. Έτσι άρχιζε το πλέξιμο της ξυλοδεσιάς που έδινε στο κτίριο το ιδιαίτερο ύφος, την ιδιορρυθμία αλλά και την ελαφράδα του. Τα ενδιάμεσα ανοίγματα που άφηνε η ξυλοδεσιά συμπληρώνονταν με κομμάτια τούβλων ενωμένων με λάσπη από άμμο, ασβέστη και πορσελάνη, που προστάτευαν την πλατιά επιφάνεια του ξύλινου τοίχου από τις σεισμικές δονήσεις κι έτσι αποφεύγονταν «κατακριμνήσεις», παραμορφώσεις και καταστροφές. Τέλος τοποθετούνταν η οροφή του σπιτιού, που ήταν κι αυτή ξύλινη.
Ένα από τα βασικότερα στοιχεία της ξύλινης αντισεισμικής κατασκευής ήταν η επιστήλωσή του από το έδαφος του ισογείου μέχρι το πάτωμα του πρώτου ορόφου μ’ ένα δεύτερο ξύλινο σύστημα από κολόνες. Στις πλευρές του εσωτερικού λίθινου τοίχου ύψωναν οι μαραγκοί χοντρές κολόνες που τις ένωναν με τα ήδη τοποθετημένα μαδέρια του πατώματος του πρώτου ορόφου. Η τοποθέτηση γινόταν σε μικρή απόσταση από τη λίθινη κατασκευή, ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση της κατασκευής με τον πέτρινο τοίχο σε περίπτωση σεισμικών δονήσεων. Αυτός ήταν ο λεγόμενος «αντισεισμικός αρμός». Οι βαριές ξύλινες κολόνες τοποθετούνταν ανά τέσσερα μέτρα, τόσο στο μήκος των πλευρικών τοίχων όσο και στον ενδιάμεσο χώρο του ισογείου, κάτω από το κεντρικό μαδέρι που στήριζε το πάτωμα του ορόφου. Με το βοηθητικό αυτό επιστήλωμα, σε περίπτωση σεισμού μπορούσε να καταρρεύσει από τη δόνηση ο εξωτερικός λίθινος τοίχος του ισογείου, πάντα όμως προς την πλευρά το δρόμου και ποτέ προς το εσωτερικό του κατωγείου. Έτσι ολόκληρη η ξύλινη κατασκευή του σπιτιού άντεχε στα τραντάγματα και στις βίαιες ωθήσεις.
Με τα χρόνια και τις συχνές καταστροφές από τους σεισμούς, οι κάτοικοι που ξανάφτιαχναν τα σπίτια τους με τα ίδια υλικά φρόντιζαν το πάνω τμήμα να είναι ελαφρύ και το κάλυπταν με λαμαρίνα που συνήθιζαν να βάφουν σε απαλά χρώματα. Αυτή η τεχνική διατηρείται μέχρι σήμερα και πολλά είναι τα σπίτια στο ιστορικό κέντρο της πόλης που έχουν ακόμα λαμαρίνες.
Τα παλιά αρχοντικά και τα πλούσια αστικά σπίτια είχαν τζάκι και ήταν χτισμένα σε μεγάλα οικόπεδα με αυλές και εντυπωσιακές εξώθυρες. Ένα σπίτι που αντιστοιχεί σ’ αυτή την περιγραφή είναι η περίφημη οικία Ζουλίνου, όπου σήμερα στεγάζεται η Δημόσια Βιβλιοθήκη και η Συλλογή Μεταβυζαντινών Εικόνων Επτανησιακής Τέχνης.
Το λευκαδίτικο σπίτι με το ελαφρό υλικό του, το ξύλο, δεν επιβάλλεται με το βάρος του ούτε εντυπωσιάζει σαν κτίσμα με τον όγκο του. Είναι λιτό στην έκφρασή του, ελαφρό στο αρχιτεκτονικό του σχήμα και απέριττο στην εξωτερική του εμφάνιση. Ωστόσο, έχει εκείνη την κατασκευαστική ευστάθεια και πληρότητα που δεν αλλοιώθηκε από εξωγενείς επιρροές. Έτσι διατηρήθηκε μια πρακτική αιώνων, κρατώντας ζωντανή τη δομική παράδοση της Λευκάδας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΧΑΡΑ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ: «ΛΕΥΚΑΔΑ ερευνώντας»
ΔΗΜΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ: «Τα παλιά σπίτια της Λευκάδας»